ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ (ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ) ΤΗΣ EΦΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ «ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ» ΤΟΥ Τ.S. Ε LIOT

  Σχολιασμένη έκδοση και απόδοση στη γλώσσα μας της ποιητικής σύνθεσης του Τόμας Έλιοτ «Τέσσερα Κουαρτέτα» έγινε από την ποιήτρια Έφη Αθανασίου. Ο υπότιτλος της έκδοσης «Το σημαντικότερο ποίημα όλων των αιώνων» αναφέρεται στο δοκίμιο της Έφης Αθανασίου που περιλαμβάνεται στον ίδιο τόμο και που αποτελεί μια υπεύθυνη αξιολόγηση αυτού του ποιήματος του Έλιοτ. Οι αναλύσεις που γίνανε στο ποίημα, είναι διεξοδικές και ορισμένες φορές προχωρούν στίχο με στίχο.

Τέλος, επισημαίνεται το μήνυμα, που κλείνει το ποίημα αυτό του Έλιοτ και υπογραμμίζονται, οι προεκτάσεις του.

(Εφημερίδα "ΒΗΜΑ" 15.4.79)

Μέγαν άθλον επωμίστηκε η νέα λογοτέχνις Έφη Αθανασίου, επιχειρώντας μια «κατάδυση σε βάθος» στο σημαντικότερο ίσως έργο ενός μεγάλου ποιητή του αιώνα μας: τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Τ.Σ. Έλιοτ, ενός έργου που, όπως λέει κι η ίδια, έχει παρανοηθεί ακόμα και στην πατρίδα του, από τους ομόγλωσσούς του μελετητές. «Το ποίημα - γράφει στη μελέτη της - παρέμεινε για πολλούς ένα ερμητικό έργο, γιατί έλειπε το κλειδί, που χρειαζόταν για μια εσωτερική και βασισμένη πάνω στην ουσία του έργου ερμηνεία. Η ερμηνεία αυτή επιχειρείται εδώ, με την απόφαση να μην προστεθεί ένα ακόμη διανοητικό έργο σε όσα ήδη υπάρχουν, σχετικά με το θέμα, αλλά με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα, δηλαδή λιτότητα μέσων, να ερμηνευθεί, αν είναι δυνατό, κάθε ιδέα που διατυπώνεται μέσα στα Κουαρτέτα και συνθέτει το, ύψιστης σημασίας για την ανθρωπότητα, μήνυμα του ποιητή, που είναι έξω από περιορισμούς χώρου και χρόνου. Με την έννοια αυτή δεν επιχειρείται αισθητική ανάλυση, αλλά το βάρος δίνεται σε μια, κατά το μέγιστο δυνατό, ακριβή μετάφραση και ερμηνεία του έργου. Η σύγχρονη ποιητική πρόζα, με τον ελεύθερο στίχο της, συμβάλλει σε μια παρόμοια μετάφραση του έργου, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στο μέτρο, για να διατηρηθεί η ακρίβεια του νοήματος». Η προσέγγιση στην ποίηση του Έλιοτ και το βαθύτερο νόημά της γίνεται από την Ε.Α. στίχο προς στίχο, λέξη προς λέξη. Δεν ξέρω πόσοι από αυτούς που ασχολήθηκαν με το δυσεπίλυτο πρόβλημα, που λέγεται ποίηση του Έλιοτ, συμφωνούν με τα συμπεράσματα της Ελληνίδας μεταφράστριάς του - στα επί μέρους και στα γενικά. Εκείνο, όμως, που μπορώ να πω, είναι πως η μετάφραση και η ανάλυση είναι προϊόν αγάπης πολλής, γνώσης, κριτικής αίσθησης, μελέτης άοκνης, μόχθου και πίστης στη μεγάλη αξία των «Τέσσερων Κουαρτέτων», που τα θεωρεί σαν την «κορύφωση της εξέλιξης στη Δυτική ποίηση» και «σημαντικότερο ποίημα των αιώνων».

ΦΑΝΗΣ ΚΛΕΑΝΘΗΣ
Kριτικός Λογοτεχνίας
(Εφημερίδα "ΝΕΑ" 31.3.79)

 κορυφή σελίδας

Ο Έλιοτ είναι από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς και δοκιμιογράφους της Αγγλίας. Το 1948 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος τον αποκαλεί «έξοχο ποιητή του αιώνα μας» («Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»). Και αυτή την εξοχότητα της ποίησής του δίνουν χαρακτηριστικά τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του, που είδαν τη δημοσιότητα το 1943. Με τον τίτλο «Το σημαντικότερο ποίημα όλων των αιώνων σαν μήνυμα στον εικοστό» (υπερβολή, βέβαια, χωρίς να είναι και ανακρίβεια) δίνεται τώρα σε ελληνική μετάφραση από την Έφη Αθανασίου, μαζί με ένα ερμηνευτικό δοκίμιο.

Τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Έλιοτ είναι όπως σημειώνει η μεταφράστρια στη σύντομη εισαγωγή για τον Έλιοτ «ένα μήνυμα μυστικιστικής εμπειρίας, όπου η σύμπτωση μορφής και ουσίας, δίνουν ένα έργο μεγάλης δύναμης και ομορφιάς» και «έχουν την αίσθηση του ιστορικού παρελθόντος και της επίδρασης της διανοητικής εμπειρίας του στο παρόν και είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση που κορυφώνεται στην Ένωση με το Απόλυτο».

(Εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" 4.1.79)

 

τον ογκώδη πράγματι μόχθον της συγγραφέως, ο οποίος πρέπει να επαινεθεί ανεπιφυλάκτως. Η εργασία της είναι εις άκρον ευσυνείδητος. Η όλη σύλληψης του πονήματος δεικνύει ορμήν, φαντασίαν, ζωτικότατα, σοβαρότητα, ευελιξίαν, και κυρίως βάθος συλλογισμών, πλούτον συμβολικόν, διανοητικήν ρώμην, υπερβατικήν μέθοδον, ανιχνευτικήν ερμηνείαν, ωριμότητα και εμπειρίαν. Ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται είναι εύστοχος και πειστικός.

Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ-ΓΚΙΚΑΣ
Ακαδημαϊκός (Απόσπασμα από εισήγησή του κατά την κρίση του βιβλίου για βράβευση από το Ίδρυμα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών).

 

Η Έφη Αθανασίου, ποιήτρια και ζωγράφος, εμβιεί στη σιωπή και στον πόνο. Στοιχεία δημιουργού κι ερευνητή διαχρονικά και ακατάλυτα. Στοχαστική δοκιμιογράφος, στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Έλιοτ που με αξιομνημόνευτη μεταφραστική δεινότητα αποδίδει, μας εισάγει σε μια ανασυνθετική ερμηνεία του ποιητή της «Έρημης Χώρας» διαχύνοντας φως στις πολυδαίδαλες εσοχές ενός έργου του από τα πιο σημαντικά. Τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» προβάλλουν πράγματι σαν το κυριότερο ποίημα του Έλιοτ μεσ απ' τις υπερβατικές προσπελάσεις ενός υψηλού πνεύματος που δεσπόζει στον 20ό αιώνα. Αιώνα σύγχυσης ιδεών, σαθρότητας αξιών, συμβατικής εξωτερικής ζωής, απογυμνωμένης από ιδανικά.
Διασχίζοντας τα τοπία, όπου ο Έλιοτ μας οδηγεί μέσα απ' τις φωταύγειες και τις σκιές συμβολιστικών σημασιολογιών, η Έφη Αθανασίου χωρεί στη νοηματική της αλληγορίας του με διακινήσεις αποφασιστικές, αγγίζοντας σε βάθος την ουσιαστικότητα μιας πικρής και σκληρής οδοιπορίας μέσα στον ανελέητο χώρο της ανθρώπινης υπόστασης, διεκδικώντας κι εκείνη με την Άσκηση και τη Γνώση τον κότινο μιας «δόξας» που δρασκελώντας τη γήϊνη ματαιότητά της διακινδυνεύει στη συνειδητοποίηση του Κενού μιαν ωστόσο διέξοδο προς το Απόλυτο.
Κερδίζει έτσι μια καθαρότητα και μέσ' απ' τη λάμψη της την ελευθερία να περάσει απ' το Μηδέν στην Αφετηρία, απ' όπου οι νέες εκκινήσεις του ανθρώπινου όντος δεν είναι ίσως χωρίς έλπιση κι η Ψυχή έμφοβη ακόμη, αλλά και λυτρωμένη εξέρχεται από τους θανάτους της μέσ' από καινούριες εξαναστάσεις. Όσο κι αν:

«το μέλλον χωρίς μέλλον, πριν απ' τα χαράματα
όταν ο χρόνος σταματάει κι ο χρόνος δεν τελειώνει ποτέ
»

Θετική προσφορά το δοκίμιο της Έφης Αθανασίου σ' εδάφη όπου πάντα θα είναι αναγκαίες οι διαφωτιστικές κατοπτεύσεις για την κατανόηση μιας τραγικής μαρτυρίας, ενός από τους κορυφαίους της Δυτικής Ποίησης.

ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
Λογοτέχνης

 κορυφή σελίδας

Διάβασα και πάλι διάβασα το βιβλίο σας το σημαντικότερο ποίημα όλων των αιώνων Τ.Σ. Έλιοτ "Τέσσερα Κουαρτέτα" και σας γράφω αυτές τις λίγες λέξεις για να σας εκφράσω το θαυμασμό μου. Είναι το βιβλίο σας αυτό και προϊόν αγάπης και μόχθου· αλλά προπαντός, είναι απαύγασμα υψηλής παιδείας και μεγάλης ποιητικής ευαισθησίας. Νομίζω ότι κατορθώσατε να διεισδύσετε στο μυχό της ψυχής του μεγάλου ποιητή και να φέρετε εις φως τα υψηλά σύμβολα των ποιητικών του εμπνεύσεων. Συγγενεύοντας προφανώς, με την ιδιοσυστασία του Έλιοτ, κατορθώσατε να αποκρυπτογραφήσετε και να καταστήσετε προσιτά στον αναγνώστη το πλέγμα των ιδεών του και τις αποχρώσεις των συναισθημάτων του. Νομίζω ότι - χωρίς να σας κολακεύω - επιτελέσατε έναν πραγματικόν άθλο.

ΒΑΣ. Ι. ΛΑΖΑΝΑΣ
Λογοτέχνης

 

Πριν σχολιάσουμε την εξαίρετη μεταφραστική και δοκιμιο­γραφική εργασία της ποιήτριας Έφης Αθανασίου για τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ, θα διατυπώσουμε δυο βασικές απόψεις. Πρώτο, πως η νεοελληνική λογοτεχνία υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ένας τύπος «ωραίας μιγάδος». Κράμα από πανάρχαια παραδοσιακά ρεύματα και από ποικίλες ευρωπαϊκές επιδράσεις. Ό,τι καλύτερο μας έδωσε, γεννήθηκε από περιοδικές και άξαφνες ωθήσεις που δέχτηκε (αλλά που αναζήτησε, ίσως και ασύνειδα) κοιτάζοντας θαυμαστικά μεγάλα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η λογοτεχνία μας δεν είναι δυνατό να νοηθεί σαν κάτι έξω από τη γενική ευρωπαϊκή παιδεία και καλλιέργεια. Για να δώσει πολλά στο εσωτερικό, παίρνει περισσότερα από το εξωτερικό. Όσοι έχουν μια ιστορική εποπτεία της λογοτεχνίας μας από τον Σολωμό ως σήμερα, θα ξέρουν πότε σημειώθηκαν αυτές οι σταθμικές ωθήσεις που προκάλεσαν ανανεώσεις και γονιμοποίησαν ταλέντα.

Ο Σολωμός και ο Κάλβος δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς τους μεγάλους Ιταλούς, Άγγλους και Γερμανούς ποιητές της εποχής τους, χωρίς τον ιδεαλισμό του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, ο Παλαμάς δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τον Βικτόρ Ουγκώ και τον Σουλύ Πρυντώμ, το ρομαντισμό, τον παρνασσισμό και το συμβολισμό, ο Σικελιανός χωρίς τον Νταννούντσιο και τον Ουΐτμαν, ο Καβάφης χωρίς τον Μπωντλαίρ και το συμβολισμό (βλ. τη μελέτη του Παπανούτσου), ο Καρυωτάκης χωρίς τους Γάλλους «φανταιζίστ», ο Σεφέρης χωρίς τον Βαλερύ και τον Έλιοτ, ο Ελύτης χωρίς τον υπερρεαλισμό και τον Ελυάρ. Ωστόσο, αυτή η εξάρτηση της λογοτεχνίας μας δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δουλεία η άγονη μίμηση, θα λέγαμε πως είναι μια ανάγκη, που με τη συμβολή των πλουσιότατων ντόπιων στοιχείων, τη διδακτική εξάρτηση από την ξένη ωριμότητα, τη χειραφετεί σε δημιουργική ανεξαρτησία, δίνοντάς της σε πολλές περιπτώσεις όχι μόνο «εντόνως ελληνική» ευρωπαϊκότητα, αλλά και κάτι το παγκόσμιο.

Εξ άλλου, η μειονεκτικότητα της γλώσσας μας (γλώσσα που τη μιλούν λίγα εκατομμύρια άνθρωποι) καθώς και η ανυπαρξία σχεδόν συστηματικής λογοτεχνικής παιδείας, έκαναν απαραίτητη την ανάγκη καλών μεταφράσεων από τα ξένα και τη συγγραφή σοβαρών και διαφωτιστικών δοκιμίων γύρω από θέματα και μορφές της ξένης μεγάλης λογοτεχνίας. Μόνο πως αυτές οι εργασίες πρέπει να γίνονται και να βλέπουν το φως στην ώρα τους. Αν φανούν πριν από την ώρα αυτή, δεν αποδίδουν, δεν επηρεάζουν το παρόν, που πάντα έχει τον πρώτο λόγο. Το πολύ-πολύ, να θεωρηθούν αργότερα από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας, σαν εργασίες πρώιμα προδρομικές. Αν φανούν μετά από την ώρα τους, το πιθανότερο είναι πως δεν θα προσεχτούν, ή θα θεωρηθούν σαν κάτι το αυτονόητο. Δεν θα εκπλήξουν και κατά συνέπεια δεν θα καρποφορήσουν. Τώρα, ποια είναι αυτή η «πρέπουσα ώρα»; Θα την αναζητούσαμε σ' εκείνη τη σύντομη πάντα μα εκθαμβωτική περίοδο, που ένας μεγάλος ξένος συγγραφέας (κυρίως ποιητής) αποκαλύπτεται στην Ελλάδα, σαν το Άλφα και το Ωμέγα της ποίησης. Και, επηρεάζοντας πολλές και ποικίλες ιδιοσυγκρασίες, εκκολάπτει ταλέντα, διαμορφώνει προσωπικότητες, δημιουργεί σχολές και καταστάσεις.

Θα σταθούμε σ' ένα και μόνο παράδειγμα. Στον Έλιοτ. Στα 1925, ο Τάκης Παπατσώνης, πάντα καλά ενημερωμένος στα ξένα διανοητικά και ποιητικά, μεταφράζει και δημοσιεύει στο περιοδικό «Κύκλος» την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ. Η μετάφραση αυτή περνάει απαρατήρητη. Μα από την ώρα που η «Έρημη Χώρα» θα ξαναφανεί στη γλώσσα μας, μεταφρασμένη από τον Σεφέρη, στα 1937, ο Έλιοτ, σα να έχει πια αποκτήσει την ελληνική ποιητική ιθαγένεια, θ' αρχίζει να επηρεάζει την ποίησή μας με μια επίδραση που ακόμα διαρκεί. Η μετάφραση του Σεφέρη εκτός από την αξία της κι από το γεγονός ότι τη συνόδευε μια θαυμάσια εισαγωγή στη «δύσκολη» ποίηση του Έλιοτ, είχε έρθει στην ώρα της. Γιατί ήδη είχε διαμορφωθεί μια ατμόσφαιρα «νέας ποίησης», ένα αίτημα για «καινούρια ποίηση», από τον ίδιο τον Σεφέρη της «Στροφής», της «Στέρνας» και του «Μυθιστορήματος» κι από τον υπερρεαλισμό με τον Εμπειρίκο, τον Ελύτη και τον Νικήτα Ράντο. Τάσεις, επιτεύξεις και ποιητικές προσωπικότητες διαφορετικές, όμως αποβλέποντας στο ίδιο ιδανικό. Μέσα σε μια δεκαετία, έγινε ό,τι γνωρίζουμε σαν «καινούρια ποίηση». Από τότε, πέρασαν σαράντα χρόνια.

Στο διάστημα αυτό, πόσα από τα «καινούρια» δεν λησμονήθηκαν, πόσα δεν ξεπεράστηκαν, πόσα απ' αυτά δεν τα ζούμε σα νόμιμη συνήθεια, συχνά τόσο ανιαρή! Και πόσα απ' αυτά που έγιναν στα νιάτα μας (εννοούμε στον τομέα της ποίησης) δεν λαχταρούμε να ξαναγίνουν! Λόγου χάρη, θα λαχταρούσα να με συγκλόνιζε ο Έλιοτ, όπως όταν πρωτοδιάβασα την ελληνοποιημένη «Έρημη Χώρα». Μα το ίδιο πράγμα γίνεται ν' ανακαλυφθεί δυο φορές; Δεν μιλώ μόνο ατομικά, συλλογίζομαι κι αυτό που λέμε «σύνολο» ή «εποχή». Και τώρα, καταλήγω στην άποψη πως περιπτώσεις σαν του Έλιοτ (και σαν του Μπωντλαίρ πριν) λειτουργούν σαν ανανεωτικά θαύματα, και στον τόπο τους και στις ξένες φιλολογίες, μόνο για μια εποχή. Αυτό όμως δεν αποκλείει να τους ανακαλύπτει ένας νεώτερος, σε μια οποιαδήποτε στιγμή. Έτσι, ο Έλιοτ, και μετά τον Σεφέρη, είχε κι άλλους θαυμαστές και μεταφυτευτές, στην Ελλάδα. Τον ποιητή Γ. Σαραντή που μετάφρασε το «Γερόντιον» και ξανά την «Έρημη Χώρα» (χωρίς όμως να κάνουν καμμιά εντύπωση οι μεταφράσεις του), τον Α. Δεκαβάλλε, που νεώτατος, εδώ και είκοσι χρόνια, μεταγλώττισε τα «Τέσσερα Κουαρτέττα» πλαισιώνοντάς τα με αναλύσεις και πληροφορίες, τη Μερόπη Οικονόμου, που προ τριών χρόνων, νομίζω, εμπλούτισε τον ελληνικό «ελιοτισμό» με έναν τόμο από μεταφράσεις ποιημάτων του, διαφωτισμένων με πολύτιμα σχόλια και πληροφορίες. Ωστόσο, καμμιά απ' αυτές τις εργασίες, που όμως η κάθε μια έχει την αντικειμενική της αξία, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί σταθμική. Είναι φυσιολογικά επακόλουθα δύο εκβολών σ' ένα άτομο: του μόνιμου πια ποιητικού καθεστώτος που αποτελεί ο ελιοτισμός στην ποίησή μας και του θαυμασμού που είναι φυσικό να νιώθει κάθε τόσο κάποιος για έναν ποιητή σαν τον Έλιοτ, που μπορεί πια να μην εκπλήττει όπως όταν πρωτοεμφανίστηκε, όμως η ποίησή του, εξακολουθεί να διαρκεί. Και η ζωντανή (και όχι η μουσειακή) διάρκεια ενός ποιητή είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και πιο πνευματικό από την, συχνά, πρόσκαιρη φαντασμαγορία της έκπληξης που προκαλεί ένα απροσδόκητα καινούριο ποιητικό φανέρωμα.

Όσα είπαμε, είναι ίσως μια περισσόλογη, μα αναγκαία για μας, έκθεση επεξηγηματικών λόγων για να ζυγίσουμε δίκαια ή και να δικαιολογήσουμε, έστω και μερικά, την καθυστερημένη, ίσως, εργασία της κ. Αθανασίου γύρω από τον Έλιοτ. Βέβαια, δίκιο θα έχει η κ. Αθανασίου αν μας πει (όπως και το τονίζει με έμφαση στο βιβλίο της) πως άλλος είναι ο Έλιοτ της «Έρημης Χώρας» και εντελώς αντίθετος ο Έλιοτ των «Κουαρτέτων», που άλλωστε γράφτηκαν μετά την «Έρημη Χώρα». Ο πρώτος Έλιοτ είναι ο χαμένος μέσα στην αποσύνθεση του Δυτικού Πολιτισμού, ο παρουσιαστής και ο πικρός σχολιαστής μιας διάλυσης. Ο δεύτερος, είναι αυτός που ανακάλυψε την Εκκλησία του Χριστού και που μέσα στην αποκάλυψή της βρήκε τη λύτρωση, απεικονίζοντας με τρόπο εκπληκτικά πρωτότυπο μα ερμητικό την πορεία του προς τη σωστική αποκάλυψη. Τάχα έχουμε να κάνουμε με δυο διαφορετικούς ποιητές; Όχι, βέβαια, γιατί η εκφραστική του Έλιοτ όσο κι αν ποικιλότροπα διαβαθμίζεται και διαφοροποιείται από τους πρώτους ως τους τελευταίους στίχους του, τον ίδιο ποιητή και προπαντός τον ίδιο τεχνίτη δείχνει.

Εμάς τουλάχιστον, όμοια μας συγκινεί ο Έλιοτ και με τα πρώτα του ποιήματα και με την «Έρημη Χώρα» και με τα «Κουαρτέττα». Θα λέγαμε μάλιστα πως τα «Κουαρτέττα» μας κρατούσαν λίγο πιο μακριά από τον Έλιοτ (όπως κράτησαν και τον Σεφέρη, που καθώς ομολογεί τα ανακήρυξε αμετάφραστα, τουλάχιστον από τον ίδιο) ως τη στιγμή που μας ξεδιάλυναν στίχο προς στίχο, εικόνα προς εικόνα, σύμβολο προς σύμβολο, τον ερμητισμό τους και τα λογής διαδοχικά μυστικά τους, οι πειστικές, εμπεριστατωμένες και γύρω από ένα σταθερό και διαυγή πυρήνα διαρθρωμένες αναλύσεις της κ. Αθανασίου. Προσανατολισμός μόνιμος αυτού του πυρήνα είναι ένας βαθύς πνευματικός μυστικισμός, σχεδόν θρησκευτικός, που κατατείνει προς μια εκ των ένδον, προς μία «εκ μυχίων» πνευματική αποκάλυψη του Απόλυτου, καθώς αδιάκοπα το τονίζει η κ. Αθανασίου και της Υπέρτατης Γνώσης, που δεν είναι παρά άλλες ονομασίες του Θεού.

Κατά τη δική της ένθεη σκέψη, τα «Τέσσερα Κουαρτέττα», συνθέσεις εξ ολοκλήρου συμβολικές και αλληγορικές, μεταπλάθουν τις αισθητές εμπειρίες του Έλιοτ, τις απόλυτα εξατομικευμένες, που συνδέονται, με την παιδική του ηλικία, τόσο απορροφητική του μεταφυσικού αγγλικού τοπίου, του μυστηριακού, του «ονειρόπληκτου», σμιγμένες με στοιχεία του δαντικού σκληρού θεολογισμού και των ανατολικών μυστικιστι­κών θρησκειών - τις μεταπλάθουν σε υποβλητικά και υπονοητι­κά σύμβολα, σφιχτοδεμένα με μουσική αρμονία μεταξύ τους για ν' απολήξουν σε μια πίστη στην Απόλυτη Γνώση, που αυτή και μόνη μπορεί να μας λυτρώσει από την αποσυνθετική απαισιο­δοξία, τη νεκρική ατμόσφαιρα και την ψυχο-σωματική, φθορά της «Έρημης Χώρας». Θαυμάζει κανείς τις σχετικές μελέτες και έρευνες που έκαμε η κ. Αθανασίου, την αναλυτική της δεινότητα που μήτε στιγμή δεν ξεφεύγει από τα κείμενα των «Κουαρτέτ­των». Μας ξεδιαλύνει με απόλυτη πεποίθηση όλες τις συμβολικές εικόνες και τα μερικά και γενικά μηνύματα του Έλιοτ. Και, παράλληλα, θαυμάζει αυτό το οξύτατο μυστικιστικό πάθος, την πίστη της ίδιας στο Απόλυτο και στην Υπέρτατη Γνώση, που δεν είναι μια θετικά αποδεδειγμένη πραγματικότητα, ένας κόσμος ψηλαφητός, αλλά μια εσώτατη ψυχική κατάσταση θείας αποκάλυψης.

Όποιος έχει τη δύναμη και όποιος έχει κάνει την προετοιμασία να την αποδεχτεί, όπως ο Έλιοτ, και, περισσότερο ίσως και από τον Έλιοτ, η Ελληνίδα ιερουργός και ερμηνεύτριά του, θα πρέπει να έχει παρακάμψει ή λύσει όλα τα βασανιστικά προβλήματα της Ύπαρξης. Και, στερεωμένος πια μέσα στην Πίστη, να γεύεται ευδαιμονικά τις εμπειρίες του παρόντος και του παρελθόντος αισθητού κόσμου και να τις βλέπει διορατικά σαν κρυστάλλινες αντανακλάσεις της Θείας Πραγματικότητας. Η ελάχιστη, στην εποχή μας, κι εκλεκτή μειοψηφία των μυστικών και των θρησκευομένων έχει αυτή τη Χάρη που τελικά την απόκτησε και ο Έλιοτ. Γι' αυτό δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία, έτσι μάλιστα καθώς ερμήνεψε τα «Κουαρτέττα» η κ. Αθανασίου. Ο Έλιοτ, σαν άλλος Ντάντε, επικολυρικός και φιλοσοφικός συναρμολογητής του θρυμματισμένου μέσα στην «Έρημη Χώρα» του σύγχρονου κόσμου του, περνώντας από τις φλόγες της Κόλασης και τους εξιλασμούς του Καθαρτήριου, έφτασε σ' αυτή την παραδείσια κορυφή όπου μπόρεσε ν' αντικρύσει τη δική του Αγία Τριάδα «Ρόδο - Βεατρίκη - Παναγία» και να πλαστουργήσει τον σφραγιδόλιθο του συμπερασματικού λόγου των «Κουαρτέττων»:

Γρήγορα τώρα, εδώ τώρα, πάντα -
μια κατάσταση τέλειας απλότητας
(που δεν στοιχίζει λιγότερο από τα πάντα)
κι όλα θα πάνε καλά και
το κάθε τι θα πάει καλά
όταν οι γλώσσες της φλόγας θα διπλωθούν
μες στο στεφανωμένο κόμπο της φωτιάς
κι η φωτιά και το ρόδο γίνουν ένα.

Αυτόν τον Έλιοτ ανάσυρε μέσα από τα «Κουαρτέττα» η κ. Αθανασίου και τον έστησε μπροστά μας, ενιαίο και μυστηριακό, σαν Προφήτη που με τη μορφή ενός υπερπολιτισμένου σύγχρονου ποιητή ξέφυγε από τη Βίβλο και ήρθε να μας υποβάλει το μήνυμα της Σωτηρίας. Εμείς, πιστεύοντας πως το να δεχτεί κανείς ένα οποιοδήποτε μήνυμα, είναι ζήτημα καθαρά προσωπικό, στεκόμαστε μ' ευλάβεια και με δυσπιστία μπροστά σ' αυτή την υπέρτατη Γνώση και το Απόλυτο, μολονότι μας διαπερνά η ανάγκη του να υπάρχει. Και μάλιστα το εγκολπωνόμαστε, όταν μας το εκπέμπει μια ποίηση σαν του Έλιοτ: αυτή η τόσο πολύτιμη και σπάνια «κατάσταση τέλειας απλότητας που δεν στοιχίζει λιγότερο από τα πάντα». Σ' αυτή την τόσο δύσκολη κατάκτηση της «τέλειας απλότητας», στηρίζεται η καλλιτεχνική κατασκευή της ποίησης του Έλιοτ. Και για να είμαστε ειλικρινείς, αυτή η «δύσκολη απλότητα», που τόσο διαφέρει από την εύκολη οικειότητα (Ρίτσος) και που στην Ελλάδα μόνο ο Σεφέρης την κατανόησε ποιητικά, μας ενδιαφέρει περισσότερο από το συγκεκριμένο μήνυμα των «Κουαρτέττων». Γιατί μόνο μ' αυτή τη «δύσκολη απλότητα» μπορεί να μετουσιωθεί και να μεταδοθεί ποιητικά οποιοδήποτε μήνυμα - με κίνδυνο βέβαια να γίνει αποδεκτό ακόμα και το πιο ολέθριο μήνυμα, όπως είναι λόγου χάρη τα μηνύματα της ποίησης του Καβάφη και του Καρυωτάκη.

Βέβαια, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι ποιητικών μεταβιβάσεων. Μα αυτή την «τέλεια απλότητα που στοιχίζει όσο και τα πάντα», τη γυρεύει η εποχή μας, η τόσο δύσπιστη προς κάθε μεγαλοπρέπεια. Αυτή η εποχή μας που ενώ χτίζει τους ουρανοξύστες και τους υψώνει προκλητικά προς το θείο, ταυτόχρονα στρέφει τη ράχη της προς αυτούς, αναζητώντας με νοσταλγία τους τόπους του Θεού, όπου «ανεβαίναμε στο δέντρο για να παραθερίσουμε». Μα τότε, δεν ξέραμε για το Θεό. Τον διαισθανόμαστε μόνο διάχυτο παντού. Τώρα, με τα «Κουαρτέττα», μπορούμε να τον προσεγγίσουμε. Αυτή τη δυνατότητα μας την κάνει ακόμα πιο εύκολη η εξονυχιστική και παθιασμένη μαζί ανάλυση της κ. Αθανασίου. Κι είναι τόσο απόλυτη στην πίστη της ώστε σαν υπότιτλο του βιβλίου της δεν διστάζει να χάραξει με τόλμη (κάποιοι θα τη χαρακτήριζαν και κριτική αφέλεια) την υπερβολή πώς τα «Τέσσερα Κουαρτέττα» είναι «Το σημαντικότερο ποίημα όλων των αιώνων σαν μήνυμα στον εικοστό». Ίσως, η κ. Αθανασίου δεν θα έπρεπε να λησμονήσει πως αιώνες πριν είχε υψωθεί στη Δύση η τεράστια και ασυναγώνιστη κατεντράλ της «Θείας Κωμωδίας». Όμως, αυτή η υπερβολή - αν πρόκειται, αλήθεια, για υπερβολή - κι αν ακόμη, σαν μήνυμα, δεν είναι δυνατό παρά ελάχιστα να επηρεάσει όχι τις ανύπαρκτες για το Πνεύμα μάζες, αλλά τον κόσμο, και ιδίως τον νεώτερο, των σκεπτομένων ανθρώπων, φανερώνει τη φλογερά μυστικιστική φύση της κ. Αθανασίου. Τη μυημένη ύπαρξη, που θεωρεί σαν αποστολή της τη μύηση των άλλων μέσα από την ποίηση, μα που πρωτίστως θαυμάζει στον Θωμά Έλιοτ.

Για τη μετάφραση των «Κουαρτέττων», δε νομίζουμε πως έχουμε καλύτερη στη γλώσσα μας. Εκεί που ο Σεφέρης ορρώδησε, η κ. Αθανασίου τόλμησε. Μη μπορώντας να επικοινωνήσουμε με το πρωτότυπο, περιοριζόμαστε να την κρίνουμε σαν ελληνικό κείμενο. Το βρίσκουμε άψογο. Σαφές, καλλιεπές, κατανοητό, λαγαρό, ζεστό, αρμονικό. Κείμενο ποιητικό που μεταδίδεται. Όταν ο αξιόλογος ποιητής Αντώνης Δεκαβάλλε μετάφρασε τα «Κουαρτέττα», ήταν ακόμη πολύ νέος. Και υποψιαζόμαστε, πως αν ο Σεφέρης ορρώδησε, δεν το έκαμε, όπως πίστεψε, γιατί δεν βρήκε τη γλώσσα μας ικανή για μια επαρκή μεταφορά στα δικά μας, όσο γιατί τον κράτησε μακριά το μυστικιστικό τους περιεχόμενο και η σκοτεινή πυκνότητα των συμβόλων, που η φυσική τους αοριστία ξέρουμε πόσο δυσχεραίνει την εξεύρεση, αντιστοίχων και προπαντός ακριβών εκφράσεων και λέξεων σε μιαν άλλη γλώσσα. Μα η κ. Αθανασίου, που με τόση σταθερότητα έκαμε τη διαδρομή των «Κουαρτέττων» από τη μορφή στο περιεχόμενο και από το περιεχόμενο (μετά την πνευματική του εκπόρθηση) στην ξαστερωμένη πια μορφή, φαίνεται πως υπερνίκησε τις σχετικές δυσκολίες. Όσο για τα «Κουαρτέττα», πέρα από το κεντρικό τους μήνυμα που διαυγάζει το δοκίμιο της κ. Αθανασίου, έχουν τόση ποίηση, ώστε και αποσπασματικά διαβάζοντάς τα (όπως συμβαίνει συνήθως με τα μακρόστιχα ποιήματα, τα «συνθετικά») να ξανοίγουμε μπροστά μας καινούριες θέες της φύσης, της ζωής, του χρόνου, της μνήμης, και ιδιαίτερα της ποιητικής τέχνης που τόσο απασχόλησε τον Έλιοτ και τους στίχους του στα θαυμαστά δοκίμιά του. Να λοιπόν που η καθυστερημένη (ας πούμε) εμφάνιση αυτής της εργασίας για τον Έλιοτ, εξαγοράζεται από τα αιώνια στοιχεία που περιέχει η ποίηση αυτή, καθώς και από την αξεπέραστη ακόμη από μια νεώτερη εκφραστική «ποιητική» της.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
Κριτικός Λογοτεχνίας
Περιοδικό "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ" (τ. 1274)

 

Η πιο πλήρης εργασία μας δόθηκε από την ποιήτρια Έφη Αθανασίου, που κατάφερε ν' αναλύσει στίχο προς στίχο τα «Κουαρτέττα» για να φτάσει στο κεντρικό τους νόημα και στο τελικό τους δίδαγμα, που είναι «δίδαγμα απόσταγμα».

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
Κριτικός Λογοτεχνίας
Περιοδικό "ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ" (τ. 1322)

 κορυφή σελίδας

Το δοκίμιο της Έφης Αθανασίου πάνω στα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Τ. S . ELIOT φέρνει κάτι νέο στην περιοχή του δοκιμίου στα Ελληνικά γράμματα, ένα βάρος ουσίας και αλήθειας που έχει εντελώς αγνοήσει τη φιλολογική αντίληψη.
Είναι μια πρωτότυπη εργασία εξαιρετικής σημασίας, όχι μόνο για τα Ελληνικά, αλλά και τα Αγγλικά γράμματα.
Πηγάζει από τη βαθύτατη κατανόηση του πιο σημαντικού αυτού έργου του ποιητή και είναι περισσότερο μια επικοινωνία.

Με τόλμη ανατρέπει σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της υπάρχουσας κριτικής και βιβλιογραφίας πάνω στο έργο αποκαλύπτοντας, με ουσιαστική φιλοσοφική εμβάθυνση το πραγματικό νόημα ολόκληρου του ποιητικού αυτού έργου και σαν συνέπεια όλου του υπόλοιπου έργου του ποιητή, γιατί τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» είναι η πεμπτουσία όλης της προσφοράς του στη λογοτεχνία και μαζί το σημαντικό μήνυμά του.

Με βαθύτατη, ίσως μοναδική, για το έργο αυτό, ικανότητα διείσδυσης, τόλμη, ειλικρίνεια και απλότητα ερμηνεύει τα πιο πολυεδρικά νοήματα και σύμβολά του και σαν μ' ένα κλειδί ανοίγει αυτή την ποίηση που είχε θεωρηθεί παράδοξη και ερμητική, γιατί δεν είχε κατορθωθεί η αποκάλυψη του νοήματός της.

Το δοκίμιο αποτελείται από τέσσερα μέρη: Δόκιμη μετάφραση, εισαγωγική ερμηνεία του έργου, κυρίως σώμα της ερμηνείας και διευκρινιστικό της στάσης, των επιδράσεων και της κατευθύνσεως του ποιητή επίλογο.

Η εισαγωγική ερμηνεία με αδιάσειστη συγκριτική και αναλυτική τεκμηρίωση αποδεικνύει την προέλευση, τη σημασία και το νόημα του έργου και το τοποθετεί στο σύνολο του έργου του ποιητή διευκρινίζοντας τη σχέση εξελίξεως και ποιοτικού βάρους με τα προηγούμενα έργα του.

Η δόκιμη μετάφραση δίνει το μέτρο κατανόησης της μεταφράστριας, καθώς και την εμβέλεια ή ακόμα το διαμέτρημά του για τη μεταφορά τής, τόσο μεγάλων αξιώσεων, ποίησης αυτής στην Ελληνική γλώσσα και έχει κρατήσει, τόσο αξιοση­μείωτα για μετάφραση, την ποίηση και ατμόσφαιρα του κειμένου, ενώ παράλληλα έχει διατηρήσει μια μέγιστη ακρίβεια.

Θα πρέπει να αναφερθεί χαρακτηριστικά, ότι ο Σεφέρης κατανοώντας τις ανυπέρβλητες, γι' αυτόν, δυσκολίες μεταφοράς της ποίησης αυτής στη γλώσσα μας δηλώνει στα σχόλια της μετάφρασης της Έρημης Χώρας, ότι η Ελληνική γλώσσα δεν είναι αρκετά ώριμη γι' αυτή τη μεταφορά. Ίσως αυτό μόνο αρκεί για να δώσει το μέτρο του επιτεύγματος του δοκιμίου της Έφης Αθανασίου.

Το τρίτο μέρος η ερμηνεία, που ·είναι εντελώς νέα και πρωτότυπη, δείχνει την ολοκληρωτική διείσδυση της συγγραφέως στο νόημα και την εμπειρία του ποιητή και αποκαθιστά το έργο από τις άπειρες παρανοήσεις που του έχουν γίνει μέσα στην εξαιρετικά εκτεταμένη βιβλιογραφία του.

Συνδυάζει ακρίβεια και εμβάθυνση που ξεκαθαρίζει, ό,τι φαίνεται σκοτεινό ακόμα και στον κατάλληλα εφοδιασμένο αναγνώστη.

Το τέταρτο μέρος συνοψίζει τη σημασία του έργου, τη στάση, τη θέση και τις επιδράσεις του ποιητή και δίνει μια ζωντανή εικόνα της σημασίας του μέσα στη σύγχρονη εποχή και τη σημερινή εξελικτική φάση της ανθρωπότητας.

Το δοκίμιο είναι γραμμένο με μια μοναδική, για το είδος και τα Ελληνικά γράμματα, απλότητα που δείχνει καθαρά τη διάθεση να ξεφύγει από κάθε μορφή φιλολογίας μένοντας στην ουσία, να αποκαλύψει και να προβάλλει με τα πιο απλά μέσα τη σημασία και το νόημα του έργου του ποιητή.

Στο έργο αυτό είναι ακόμα φανερή μια ικανότητα φιλοσοφικής συσχέτισης που διευκρινίζει βασικές, για την κατανόηση του έργου του ποιητή, σχέσεις φιλοσοφίας και θρησκείας και τη σημασία συμβόλων και αρχετύπων.

Στο δοκίμιο αυτό υπάρχει ακόμα μια ικανότητα βαθειάς διείσδυσης στα ανθρώπινα, μια έρευνα που έχει κατασταλάξει, μια ωριμότητα που τείνει στη σοφία, που είναι απαραίτητα στοιχεία για να δοθεί όλη η ρεαλιστική αισιοδοξία και τελικά όλη η σοφία που περιέχεται στο τελευταίο και πιο σημαντικό έργο του ποιητή.

Ι. Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Καθηγητής Πανεμιστημίου Αθηνών
Ακαδημαϊκός
(Εισήγηση κατά την κρίση του βιβλίου για βράβευση από το Ίδρυμα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών).

 κορυφή σελίδας

Σας ευχαριστώ πολύ για τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ που είχατε την ευγένεια να μου στείλετε. Δεν γνωρίζω αγγλικά, ώστε το «κοίταγμα» και μόνο του ποιήματος, σαν γλώσσα να μου μεταδώσει το ρίγος και το βαθύτερο νόημά του. Γιατί εκτός από πολλά άλλα, πιστεύω ότι η ποιητική γλώσσα αυτή καθ΄εαυτή είναι φορέας προγονικών και διαχρονικών μηνυμάτων, αν φυσικά οι άλλες γλώσσες λειτουργούν σαν την ελληνική. Η γλώσσα μοιάζει με τον γεννετικό κώδικα: εκτός από το τωρινό, το περασμένο και το προγονικό, περιέχει το αυριανό και το επιγονικό, και ποιος ξέρει τι άλλα «γεγραμμένα». Απ΄αυτής της πλευράς, το διεξοδικό, ενθουσιαστικό, μαντευτικό, ερμηνευτικό σας δοκίμιο, πραγματικά με μύησε στο αριστουργηματικό αυτό ποίημα. Μου απεκάλυψε μερικούς από τους βαθύτερους πυρήνες του, όπως την έννοια του χρόνου (με ξανάφερε πάρα πολύ κοντά στο προσωκρατικό μας Σκυθίνο) και το συμπαντικό «κινούν-ακίνητο», που πρωτοδιαμορφώθηκε από τον ηρακλείτειο και παρμενίδειο λόγο, και που ολοκληρώθηκε σαν αλληγορία και σαν «παράδοξο» από τη μεγαλοφυΐα του Ζήνωνα. Επισήμανα κι εγώ την υψηλή σας οπτική γωνία. Είναι η οπτική γωνία του μυστικού διαλογισμού (τι κρίμα που αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε πεπερασμένους όρους), της αλληγορίας, του συμβόλου, της υπερβατικότητας, της αυτοσυγκέντρωσης, της έννοιας του χρόνου κλπ. Το να σας συγχαρώ δεν είναι αρκετό. Προτιμώ να σας ευχαριστήσω.

Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
Λογοτέχνης

 

Ολοκλήρωσα την ανάγνωση της έκδοσής σας για τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του T. S. Eliot - αν μπορώ να την πω ανάγνωση, γιατί εκείνο που χρειάζεται το βιβλίο σας είναι η βύθιση στα πολλά και βαθειά νοήματα που περιέχει με τις προεκτάσεις που δημιουργούν τα υποδειγματικά σας σχόλια - και σας γράφω για να σας εκφράσω την ειλικρινή εκτίμησή μου για το έργο σας αυτό με την πολλαπλή μορφή και σημασία.

Πρωτ΄απ΄όλα η μετάφρασή σας - ένας Σεφέρης ομολόγησε δικαιολογημένα τους φόβους του για να επιχειρήσει κάτι ανάλογο - είναι ένα επίτευγμα. Το μεγαλύτερο προσόν της είναι ότι στέκεται από μόνη της σαν να είναι πρωτότυπο κείμενο και όχι μεταφραστικό. Η γλώσσα είναι στιβαρή γιατί αποδίδει κυριολεκτικά με τον ελεύθερο στίχο της ποιητικής πρόζας τις δύσκολες αποχρώσεις του πρωτοτύπου, ελκυστικά λαγαρή και ισορροπημένη.

Την πολυδαίδαλη σκέψη του ποιητή με τα μυστικιστικά νοήματα που κρύβονται πίσω από επάλληλα σύμβολα και συνειρμούς έρχεται να την αποκαλύψει με διαύγεια και με τρόπο καθόλου κουραστικό το σχόλιό σας που βασίζεται σε ευρύτητα γνώσεων, φιλοσοφικών προπαντός αλλά και άλλων, με φιλολογική δύναμη που διεισδύει μεθοδικά σ΄αυτή τη σκέψη, την οποίαν ο ίδιος ο ποιητής ουδέποτε θέλησε να ερμηνεύσει, αφήνοντας τους άλλους να πελαγοδρομούν στην πλημμυρίδα των νοημάτων του υπερβατικού δρόμου που επέλεξε και που πίστευε. Η ερμηνευτική σας επέμβαση καθοριστικά χρήσιμη και υπεύθυνα θεμελιωμένη αποτελεί προσφορά στα γράμματά μας και στοιχείο αναφοράς στην κατανόηση του έργου του μεγάλου αυτού ποιητή. Mε ευχαριστίες

ΚΩΣΤΑΣ ΣΕΡΕΖΗΣ
Λογοτέχνης - Δημοσιογράφος

 κορυφή σελίδας

Έχοντας μεγάλη εμπειρία στο χώρο του βιβλίου ως μεταφράστρια, ποιήτρια και δοκιμιογράφος η συγγραφέας Έφη Αθανασίου επιχειρεί να προσεγγίσει διαμέσου του ποιητικού λόγου, ένα καινούργιο τρόπο γραφής, τη σπειροειδή γραφή.

Όπως η ίδια αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα που προηγείται του ποιήματος, οι λόγοι που την οδήγησαν σ' αυτόν τον πειραματισμό είναι δύο : Ο πρώτος είναι η επιδίωξη να φέρει τον αναγνώστη σε αμεσότερη επαφή με το κείμενο, αναγκάζοντας τον να συμμετέχει πιο ενεργά αφού η ανάγνωση του εξ αντικειμένου ιδιόμορφου τρόπου που είναι γραμμένο, απαιτεί περισσότερη συγκέντρωση άρα περισσότερη προσπάθεια και συναισθηματική επαφή με το ποίημα. Ο δεύτερος λόγος είναι να συμβολίσει με τον πιο άμεσο τρόπο, την πορεία όλων των ζώντων πλασμάτων, απ' τό ακίνητο κέντρο - σύμβολο του κόσμου και της αιωνιότητας στην εξέλιξη τους προς ενεργειακά πεδία που είναι η ζωή στην άπειρη ουσία της! Το «κυκλικό ποίημα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πύρινος Κόσμος, γραμμένο εξ ολοκλήρου στη προαναφερθείσα σπειροειδή γραφή αντικατοπτρίζει λοιπόν την προσπάθεια της Έφης Αθανασίου να εντρυφήσει και να αναλύσει το μυστήριο της συμπαντικής λειτουργίας, δια μέσου της ανακύκλωσης.

Μ.ΠΑΝΑΣ
Περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ » Τεύχος 46

 

 κορυφή σελίδας

 

powered by